Τοπική Αρχαιολογία
Η ανασκαφή της Καλαυρείας
Οι πρώτες ανασκαφές στο ιερό του Ποσειδώνα, στην Καλαυρεία, στο βορειότερο σημείο του νησιού, έλαβε χώρα το 1894. Δύο Σουηδοί αρχαιολόγοι, ο Samuel Wide και ο Lennart Kjellberg, για δυόμισι μήνες, διερεύνησαν την τοποθεσία και στη συνέχεια δημοσίευσαν τα αποτελέσματά τους στο επιστημονικό περιοδικό (Athenische Mitteilungen) του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα. Εργάστηκαν με την άδεια αυτού του ινστιτούτου, καθώς δεν υπήρχε Σουηδική Αρχαιολογική Σχολή εκείνη την περίοδο.
Το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών εγκαινιάστηκε το 1948. Δεδομένου ότι η πρώτη, και μέχρι το 1997 η μοναδική, ανασκαφή στο ιερό έγινε από Σουηδό αρχαιολόγο, το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών κλήθηκε το 1996, από τη 2η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων για να συνεχίσει τις ανασκαφές. Την εποχή εκείνη ήταν ο διευθυντής του εν λόγω ινστιτούτου και δεν δίστασε να αποδεχθεί την πρόσκληση.
Ξεκινήσανε το 1997, αλλά καθώς η χρηματοδότηση ήταν λιγοστή για πολλά χρόνια, μεγάλο μέρος της δουλειάς τους αποτελούνταν από τον καθαρισμό του χώρου και την εκκαθάριση των συσσωρευμένων συντριμμιών. Ωστόσο, εξέτασαν μια μικρή περιοχή δυτικά του ναού στην περιοχή (δηλαδή δυτικά των πεύκων) και στη συνέχεια αποφασίσανε να ανασκάψουνε συστηματικά ξεκινώντας από το κτήριο στην νοτιοδυτική πλευρά με το Κτίσμα Δ, δεδομένου ότι ο Wide και ο Kjellberg μας λένε σχεδόν τίποτα για αυτό το κτήριο είναι πιο ορατό από το σύγχρονο δρόμο.
Από το 2003, και επί τρία συναπτά έτη ένα ερευνητικό πρόγραμμα τέθηκε από κοινού, το οποίο έλαβε χρηματοδότηση από την Εθνική Τράπεζα της Σουηδίας του Τριακοσαετής Ταμείου, το οποίο αποτελεί το θεμέλιο της κυβέρνησης για την έρευνα στο Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών.
Πώς αποκτήθηκε η άδεια για την ανασκαφή;
Η Ελληνική Νομοθεσία Αρχαιοτήτων επιτρέπει στις ξένες σχολές να κάνουν έρευνα στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων των αρχαιολογικών ερευνών. Έτσι, τον Νοέμβριο κάθε έτους, στέλνουμε μια αίτηση στο Υπουργείο Πολιτισμού, όπου περιγράφει, που θα θέλαμε να κάνουμε ανασκαφή, τους στόχους μας και για πόσο χρονικό διάστημα (μέγιστη διάρκεια: έξι εβδομάδες / έτος).
Δίνουμε, επίσης, έναν κατάλογο των μελών της ομάδας και έναν προϋπολογισμό για το έργο. Εάν και όταν η άδεια εκδίδεται, γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες για το τι μπορούμε να κάνουμε υπό την επιτήρηση των τοπικών αρχαιολογικών αρχών (στην περίπτωση αυτή η 26η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στον Πειραιά).
Κάθε μέρα, μετά από την ανασκαφή, όλο το αρχαιολογικό υλικό μεταφέρεται στο τοπικό Μουσείο του Πόρου και η μεταβίβαση αυτή συνοδεύεται από φρουρό, ο οποίος είναι παρών κατά την ανασκαφή όλη την ημέρα. Η εκσκαφή στη συνέχεια αποθηκεύεται στο μουσείο, όπου μελετητές μπορούν να επεξεργαστούν το υλικό, το οποίο συνεπάγεται το πλύσιμο, συντήρηση, μελέτη, φωτογραφία και σκιτσάρισμα. Αν, για κάποιο λόγο, το υλικό πρέπει να μελετηθεί σε κάποιο συγκεκριμένο εργαστήριο, απαιτείται ειδική άδεια, πρέπει να ληφθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού για τη μεταφορά του αντικειμένου σε ένα εργαστήριο, από όπου στη συνέχεια πρέπει να επιστρέψει στο Μουσείο του Πόρου.
Η ιστορία του ιερού του Ποσειδώνα, όπως την αντιλαμβανόμαστε μέχρι στιγμής
Το πρώτο ιερό χρονολογείται από το 750 π.Χ. Έχουμε βρει τα ερείπια ενός μικρού κτίσματος με διάφορα κεραμικά και μεγάλα, διακοσμητικά, αγγεία, τα οποία πιθανότατα να έφερε ως προσφορά η ελίτ της τότε κοινωνίας, που έκανε συμπόσια προς τιμή του Θεού και άφηνε όλα τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και τα σκεύη, στον ναό.
Το έδαφος του ναού κλίνει προς το νότο και τα νοτιοδυτικά, και κατά την Αρχαϊκή περίοδο (700 - 500 π.Χ.) χτίστηκαν μεγάλα αίθρια, ίσως με σκοπό να στεγαστούν περισσότερα κτήρια και άνθρωποι. Αυτά τα αίθρια είναι ορατά έως σήμερα, εφόσον ήταν χτισμένα με προσοχή και με όμορφες προσόψεις. Κατά την διάρκεια της ανασκαφής βρέθηκαν κάποιοι από τους παλαιότερους τοίχους που είχαν γκρεμιστεί, πιθανότατα για να χτιστούν καινούργιοι με την επαναχρησιμοποίηση των παλιών υλικών.
Στο τέλος του 6ου αιώνα, το ιερό του Ποσειδώνα χτίστηκε βορειοανατολικά. Ήταν προφυλαγμένο με έναν κυκλικό τοίχο, ο οποίος στέκεται έως σήμερα. Γνωρίζουμε όμως από φωτογραφίες, ότι ήταν ψηλότερος. Μέσα σε αυτόν τον περίβολο βρίσκεται ο ναός. Ωστόσο, δεν υπάρχει ούτε μία πέτρα από τον ναό, ενώ πολύ λίγες πέτρες υπάρχουν σκόρπιες γύρω-γύρω. Γνωρίζουμε ότι η περιοχή του ναού χρησιμοποιούταν ως λατομείο για αιώνες. Άνθρωποι έρχονταν εδώ για να συλλέγουν υλικά αντί να ψάχνουν για οικοδομικά υλικά πιο μακριά.
Ο Άγγλος περιηγητής, ο Richard Chandler, περιγράφει στο βιβλίο του για τα ταξίδια του στην Ελλάδα πως, στη δεκαετία του 1760, οδήγησε το γαϊδούρι του μέχρι το ιερό από το μοναστήρι, που είχε κατασκευασθεί περίπου τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Στο ιερό βρήκε μαστόρους να τεμαχίζουν τα αρχαία σε μικρότερα κομμάτια, τοποθετώντας τα πάνω σε γαϊδουράκια για να τα μεταφέρουν προς τα κάτω, στο λιμάνι. Εκεί περίμεναν τα πλοία για να μεταφέρουν την πέτρα στην Ύδρα για την κατασκευή του μοναστηριού.
Το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα π.Χ. ήταν μια άλλη σημαντική περίοδος στην ιστορία του ιερού. Δύο κτήρια χτίστηκαν στο νότιο τμήμα της περιοχής. Σήμερα ένα από αυτά είναι πολύ εμφανές από τον δρόμο με χοντρούς τοίχους από μεγάλους ογκόλιθους. Η κατασκευή αυτή χτίστηκε στο τέλος του τέταρτου αιώνα π.Χ. (πιθανόν κοντά στο 300) και γνωρίζουμε σήμερα ότι είχε τουλάχιστον δύο μεγάλες αίθουσες για φαγητό. Η πιο σημαντική πτυχή της κάθε λατρείας ήταν η θυσία, που ακολοθούνταν από μια γιορτή, όπου το κρέας ή άλλα τρόφιμα που είχαν αφιερωθεί στο ναό, καταναλώνονταν από τους πιστούς.
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. ακολούθησε μια περίοδο ανακατατάξεων. Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις καταγωγής τους και να βρουν καταφύγιο κάπου αλλού. Οι ναοί γενικά έγιναν καταφύγια και μπορούμε να φανταστούμε πολλά από αυτά γεμίζουν με άτομα που ζητούν άσυλο. Ο ρήτορας Δημοσθένης ήρθε στην Καλαυρεία, όπου ο Μακεδόνας στρατηγός Αρχίας τον ακολούθησε και προσπάθησε να τον πείσει να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο Δημοσθένης υποκρινόμενος ότι συμφωνεί, πήρε την άδεια να επισκεφθεί τον ναό. Εκεί πήρε δηλητήριο και όταν ένιωθε ότι ήταν κοντά στο θάνατο περπάτησε έξω από το ναό και έπεσε νεκρός, καθώς πέρασε το βωμό. Τότε άρχισε μία θρησκευτική λατρεία προς το πρόσωπο του, που εξαπλώθηκε και στην Αθήνα αφότου οι Μακεδόνες έφυγαν από την πόλη τον τρίτο αιώνα π.Χ.
Δυτικά του Κτηρίου Δ, μέσα σε έναν τριγωνικό περίβολο, ανασκάφθηκαν τα απομεινάρια ενός μεγάλου συμποσίου, κάποια στιγμή του πρώτου μισού του δεύτερου αιώνα π.Χ. Η ανακάλυψη περιελάμβανε 20.000 θραύσματα σπασμένων αγγείων (καμία δυνατότητα επιδιόρθωσης), περίπου 2.000 θραύσματα οστών βοοειδών, αιγών, προβάτων και χοίρων, αλλά και μικρών και μεγάλων ψαριών. Δεδομένου ότι τα οστά δεν είναι διαβρωμένα, άλλα ούτε και φαγωμένα από ζώα, θα έπρεπε να καλυφθούν σχεδόν αμέσως μετά το συμπόσιο.
Δεν γνωρίζουμε τι είδους συμπόσιο ήταν, αλλά γνωρίζουμε ότι θα πρέπει να είχε πολλούς συμμετέχοντες από τον μεγάλο αριθμό αγγείων πόσεως. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν κάποιο πολιτικό γεγονός, ίσως ένα μεγάλο δώρο στους θεούς στο ιερό. Γνωρίζουμε ότι δεν λατρευόταν μόνο ο Ποσειδώνας εδώ, αλλά και ο Ζευς Σωτήρ, η Άρτεμις, η Αφροδίτη και πιθανότατα και άλλες θεότητες.
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες πληροφορίες στα αγγλικά στο: www.sia.gr/kalaureia
Αν. Καθηγητής Berit Wells
Διευθυντής του Προγράμματος Ανασκαφής Καλαυρείας